- ἀναπλώω
- ἀναπλώω, [dialect] Ion. for ἀναπλέω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπλέω — (Α ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) [πλέω] πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων || ( νεοελλ.) αποπλέω, εκπλέω αρχ.1. πλέω στα ανοιχτά, ταξιδεύω 2. ανεβαίνω στην επιφάνεια … Dictionary of Greek